Новогреческий словарь
μαρμιτόνι
μαρμιτόνι
το
посудник
(рабочий, моющий посуду)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
посудник
? —
μαρμιτόνι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαρμιτόνι
? — посудник
#
(ново)греческий словарь
—
αγουροξύπνημα
—
άπαντα
—
νεκροψία
—
λογιότητα
—
φαλαινίς
—
φαινομενικός
—
σκουμπρί
—
μπανιάρισμα
—
αλιεύω
—
εξαερωτής
—
εγγλέζικα
—
αργουλός
—
βασταχτός
—
ξαπολνάω
—
δεξιόστροφος
—
διάφορο
—
τσάκνο
—
ξεκαλοκαίριασμα
—
χειροτέχνιδα
—
φιλιστρίνι
—
λαβώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве