|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τίκτομαι? — — ουρανοβάμων — βενετικός — δασκαλίκι — σούρουπο — γραδώνω — λωποδυτώ — τεντωτήρας — πορπατώ — χωριάτα — ανατρίβω — φωνακλάς — απορία — χοχολιέμαι — νεφοσκεπής — ανώμαλος — ρανίς — κλέφταρος — μηλοπέπονο — κορνιζοποιός — αμερικανοκρατούμενος — αγγλίζω |
|||