Новогреческий словарь
προεξοφλούμαι
προεξοφλούμαι
:
προεξόφλείται — заранее известно, уже считается фактом; высказывается предположение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
προεξοφλούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξεμυάλισμα
—
ανακαίνιση
—
πιεζοηλεκτρισμός
—
τύρφη
—
φαινικούχος
—
επίρρωση
—
απόσταμα
—
μπογιά
—
διαχάραξη
—
ηλεκτρομετολλουργία
—
αμητός
—
καιρος
—
ενώνομαι
—
εκπαρθενεύω
—
άγδαρτος
—
αποδυναμώνω
—
φωνάζω
—
κυματοβολή
—
ανάκτορο
—
νοσηλεύτρια
—
παγώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве