|
окапывать (кусты, деревья) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окапывать? — ξελακκώνω как с (ново)греческого переводится слово ξελακκώνω? — окапывать — γλύπτης — εκπληρώνω — κρατέρωμα — γλυκοφέγγω — ανεμοφράκτης — εξοδιάζω — πειθαρχημένος — ενεχυροδανειστήριο — πρωτοστάτης — αλαλαγή — καμινευτής — βαθμονομία — βιώσιμος — τσατσά — ώριος — σιλλιμανίτης — κρέμασμα — γονότυπος — γεφυρωμένος — αιφνιδιαστικά — διακούω |
|||