|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιλεκτικός? — — νερόφειδο — κυνηγόσκυλο — διαμαχόμενοι — μονοσέντονο — φουσκίζω — ηλεκτρολόγος — αποστάλαξη — στακτόχρους — απροσκόλλητος — μανίτσα — ατρύγιστος — διαχωρισμός — κύβος — παλάγκο — προσθαλασσώνω — χύνομαι — άνους — ακρισία — ανθρωπολόγος — διαθερμαίνω — περίφημος |
|||