βεντετίζω

формы словаβ
βεντετίζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βεντετίζω? —


αυτοπειθαρχούμαιαιμοπτύωεπικοινωνιακάκολλητάστέγνωμααρπαγμόςατούφεκοςξάπλωμαανεβασιάγιοματάριωμοθεραπείααντιστηρίζωουσιαστικοποίησητηλεφωνικώςαυθυποβάλλομαιρημαδιακόαναδάσωσηλήσταρχίναλιθοειδήςωοπαραγωγικόςανακατώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit