|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεντετίζω? — — αυτοπειθαρχούμαι — αιμοπτύω — επικοινωνιακά — κολλητά — στέγνωμα — αρπαγμός — ατούφεκος — ξάπλωμα — ανεβασιά — γιοματάρι — ωμοθεραπεία — αντιστηρίζω — ουσιαστικοποίηση — τηλεφωνικώς — αυθυποβάλλομαι — ρημαδιακό — αναδάσωση — λήσταρχίνα — λιθοειδής — ωοπαραγωγικός — ανακατώνω |
|||