|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ραιβόκρανο? — — τζιτζίκι — εξιδανικεύω — αψυχιά — εναποταμιεύω — ριπαίος — οστέϊνος — αεροκοπανίζω — φιλιωτής — φανοποιός — οινοπότης — υδραργυραλοιφή — ασφούγγιγος — προσήκων — κόπος — χαμοσέρνω — προπαροξύτονος — μυδραλλιοβόλον — αρρόγιαστος — τουλίπη — πλευροκοπικός — σμυρίγλι |
|||