|
сделанный из прекраоюго мрамора #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сделанный из прекраоюго мрамора? — καλλιμάρμαρος как с (ново)греческого переводится слово καλλιμάρμαρος? — сделанный из прекраоюго мрамора — γρεναδιέρος — δευτερευόντως — υπερηχογράφος — γυροσκοπικός — τζαμένιος — φιλοτομαρισμός — μυδραλλιοβόλον — οστεομυελίτιδα — ανδρογυνισμός — θαλά — βούπα — βρώμικος — εξαγόραση — κουτσονούρικος — αποθέτης — ανεπιστήμων — λαθρόχειρας — ιατροδικαστικός — μειοψηφώ — εβδομήντα — κατώτατος |
|||