|
ο 1) большая мышь; 2) крысёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово большая мышь? — πόντικας как на (ново)греческом будет слово крысёнок? — πόντικας как с (ново)греческого переводится слово πόντικας? — большая мышь, крысёнок — μηλοβόλημα — καπεταν-μπαντιέρας — δεσμώτηριον — μάγειρος — δασκαλοφέρνω — δωδεκάχρονος — καγχάζω — αποστοματισμός — αρμαστός — ηξεύρω — ανδραγάθημα — ερωτόληπτος — νεροκάρδαμο — νευρόσπαστο — σταλαγμένος — υάκινθος — οικειοθελώς — βαρδαλαμπούμπας — ανηλικότητα — επαινοθηρία — λεπτουργικός |
|||