|
не хранящийся в узелке (о деньгах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не хранящийся в узелке? — ακομπόδετος как с (ново)греческого переводится слово ακομπόδετος? — не хранящийся в узелке — επίφυτα — μυθικός — πυριτιδοποιός — μπιζουτιέρα — χηνίσιος — κανονίδι — εκατόχρονος — μοιρολάτρης — φυτολόγος — χούχουλας — αχρήστωση — γεννητικότητα — επιγάστριον — χάρακας — γαλιφιά — άναυλα — φλεβαριάτικος — διδακτορία — συγκερασμός — επιναυπηγός — παραγέμισμα |
|||