|
1. полицейский; ~ σταθμός или ~ό τμήμα — отделение полиции; полицейский участок; 2. (о) полицейский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полицейский? — αστυνομικός как на (ново)греческом будет слово полицейский? — αστυνομικός как с (ново)греческого переводится слово αστυνομικός? — полицейский, полицейский — μοργανατικός — ακαπλάντιστος — σφυρί — απαρατήρητα — ψαροκόκκαλο — περιστέρα — βιομηχανικός — διεκθλίπτης — νεροκράτης — εμβρυώδης — πλατύρρινος — σταθμευμένος — απανωβάζω — απογεννώ — πανελλαδικός — ποιούμαι — ερυθρόξανθος — εισπνεόμενος — πρωτοπλασματικός — μελίγγι — ρεκορντγούμαν |
|||