|
το упаковка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упаковка? — αμπαλλάρισμα как с (ново)греческого переводится слово αμπαλλάρισμα? — упаковка — αγαντάρω — καθετοποιούμαι — λιποθυμισμένος — άραχνος — μεταλλικότητα — αρμοδιότητα — δραματοποιημένος — χάλι — πρωτινός — φρέαρ — δίδυμος — αιωρούμαι — γιουβέτσι — χεζού — εμάς — λουλούδιασμα — αναλώσιμα — προσωδία — λιοκάθισμα — αποβολή — πολύπαθος |
|||