|
притягательный; ~ή δύναμη — притягательная сила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притягательный? — ελκτικός как с (ново)греческого переводится слово ελκτικός? — притягательный — ναρκωτικά — ακονισμένος — εξαερώνω — ολισθηρός — ξαπολνιέμαι — πλισές — αγρυκνώ — ψευτοκουλτουριάρα — υπούργημα — ευτελώς — ψάρεμα — μορφώνω — δολοπλοκώ — βυρσοδεψία — χλεμπόνα — αεριομηχανή — ανδρίζομαι — κλεφτρόνι — κακοπαθής — μετέωρος — υδραργύρωμα |
|||