|
дёшево; === ~ τή γλύτωσα — [phrase]я дёшево отделался[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дёшево? — φτηνά как с (ново)греческого переводится слово φτηνά? — дёшево — μετουσιούμαι — ειδοποιημένος — επανωπροίκι — επιχαίρω — καλτσάκι — αρετή — μισητά — κουκουνάρι — φασκόμηλο — συνθετικό — επειξις — δευτερεύων — ιασμέλαιο — διακοσμητής — αναθεματούρι — πληγώνω — στραβο- — σκοπός — σχολαστικότητα — καταπιέστρια — ξαπλωτός |
|||