|
το 1) себестоимость; πουλώ στό ~ — продавать по себестоимости; 2) стоимость; τό ~ τής ζωής — стоимость жизни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово себестоимость? — κόστος как на (ново)греческом будет слово стоимость? — κόστος как с (ново)греческого переводится слово κόστος? — себестоимость, стоимость — καταχερίζω — κτηματογράφηση — ομοιόμορφος — σιλουέτα — φρεάτιο — ορεσίβιος — ξινόχορτο — κατάτμηση — παλιατζήδικο — διαδοσίας — συντομία — ψευδοκλασικισμός — εκβυθίζομαι — αναχωρητικός — δώ — βαρελοσάνιδο — αναγνωσματογράφος — ειδησεογραφικός — ποδηγετημένος — αμνησιακός — σουμπλιμές |
|||