Новогреческий словарь
συλφίδα
συλφίδα
η 1)
сильфида
;
2) перен.
фея
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сильфида
? —
συλφίδα
как на
(ново)греческом
будет слово
фея
? —
συλφίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
συλφίδα
? — сильфида, фея
#
(ново)греческий словарь
—
τσαπί
—
ποικιλότροπος
—
καλλίπυγος
—
ηωσινοφιλία
—
δερματοστιξία
—
κομμουνιστοσυμμορίτης
—
ταχίνι
—
αλαφρύς
—
χρυσόξανθος
—
καστραβέτσι
—
άρρηκτος
—
ηλεκτροδοτώ
—
ξινομούνα
—
ακαυστος
—
μικρασιατικός
—
τριηραρχέω
—
επιβραδυντήρ
—
ανημπορώ
—
κολλοδιοχάρτης
—
ξαναέρχομαι
—
παλάντζα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве