Новогреческий словарь
κέρωμα
κέρωμα
το 1)
вощение
;
2)
бледность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вощение
? —
κέρωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
бледность
? —
κέρωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κέρωμα
? — вощение, бледность
#
(ново)греческий словарь
—
στηθοσκοπώ
—
διαβλητικός
—
ανατάραγμα
—
στιγματισμός
—
ξιφιός
—
χρυσωρύχος
—
βράχια
—
εξαδυνατώ
—
σε
—
πατιρντί
—
άχνουδος
—
πύργος
—
αποπληρωμή
—
αντικερί
—
αφηνιασμός
—
αεροβόλο
—
ασουρτος
—
ζενιθιακός
—
κατα-
—
λασποβροχή
—
ευνομούμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω