|
το 1) вощение; 2) бледность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вощение? — κέρωμα как на (ново)греческом будет слово бледность? — κέρωμα как с (ново)греческого переводится слово κέρωμα? — вощение, бледность — ψύχωση — προσήμανση — κρύψιμο — εσχαρώδης — μπιφτέκι — επίμεπτος — αρραβώνα — πάννινος — γλυφός — ενεργοβόρος — Κυρά — κοκκωβιός — προπαγανδίζω — κοχλιακός — απροετοίμαστος — υδαρής — ειδησεογραφικός — καλπονόθευση — Ιανουάριος — εξαγρίωση — κόσσυφος |
|||