|
белокурый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово белокурый? — ξανθότριχος как с (ново)греческого переводится слово ξανθότριχος? — белокурый — υδρωπίκιασμα — συστοιχίζω — ρίκνωση — ευκρασία — ηλιόφωτος — εργατικός — επέκαυσα — προίξ — ασβός — προξενειά — κόλπωμα — διπλοκαθίζω — συσπαστικός — εριώδης — κεραμίδα — αδιαφύλακτος — αμακάριστος — υπερέκθεση — μασονισμός — σφαγιαστής — έναστρος |
|||