|
козлиный, козий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово козлиный? — τράγιος как на (ново)греческом будет слово козий? — τράγιος как с (ново)греческого переводится слово τράγιος? — козлиный, козий — νοολογικός — αθειάφιστος — γιασμάκι — ανάβαθρον — αυξάνω — αιάντειος — οιστρογόνο — στριγγίζω — ανάργαστος — στια — δίχειλος — καταπόντιση — βεντέτα — λοχαγός — καργάρω — πλαστική — αυτοκριτικάρομαι — αναγιγνώσκω — έγκουση — εβδομαδιαίος — καλλιεργητής |
|||