|
1) поевший; 2) съеденный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поевший? — αποφαγωμένος как на (ново)греческом будет слово съеденный? — αποφαγωμένος как с (ново)греческого переводится слово αποφαγωμένος? — поевший, съеденный — εποικώ — χίασμα — μπακιριό — προετοιμασμένος — απόσκοτος — τροχαϊκός — ξεψύχισμα — φλοιοβαφή — εξελεγκτέος — εξήκοντα — νανουρίζω — μασητηριος — τύφλα — βίβλος — λεμφαγγειίτιδα — μετακινημένος — ανοιχτοπράσινος — παλαιοκομματικός — επανάθεσις — εκγλυφή — σεισμόμετρο |
|||