Новогреческий словарь
καταμετρητικός
καταμετρητικός
измерительный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
измерительный
? —
καταμετρητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταμετρητικός
? — измерительный
#
(ново)греческий словарь
—
διαμοίραση
—
ωμότητα
—
γόμα
—
απερίσκεπτος
—
χρυσίτιδα
—
παμφάγος
—
ανατολίτικος
—
θηλυπρεπής
—
εμβόλιμος
—
αυτολοίμωξη
—
υπερψηφίζω
—
τζίτζερ
—
αποτέτιος
—
βάθητα
—
ξυπνάω
—
εναρμονίζω
—
ανεμοδέρνω
—
μάτωμα
—
κιβωτιοποιός
—
νυχτοφούντωτος
—
εξαντλώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве