|
αόρ. от διατρέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διέδραμον? — — διπλοψήφισμα — στραγγώ — γονοκοκκικός — βέργα — ομοίως — έλος — ασκητής — μυγιόγγιχτος — καλλιμάρμαρος — γαϊδουροκυλίχτρα — βιβλιοχαρτοπώλης — θεοκρασία — στάφνη — αγιατρεψιά — ανισοψηφία — κατάσκοπος — αναγομώνω — αθολος — φωλιά — εποφθαλμιώ — ασύννεφος |
|||