|
гноеродный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гноеродный? — πυογενής как с (ново)греческого переводится слово πυογενής? — гноеродный — ξεκάλτσωτος — ξυλοκρέββατο — αλληλέγγυο — ατμός — απίεστος — αμπολιάζω — μετριούμαι — τοκογλυφία — στανικώς — λειμών — άστειφτος — ελαχιστοποιούμαι — ισοκράτημα — διοικητικός — σταράτα — ασκοτίδιαστος — νομάς — αποκούμπι — πίνακας — μαγειρείο — κόκος |
|||