|
ο, η 1) конюх; 2) коневод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конюх? — ιπποτρόφος как на (ново)греческом будет слово коневод? — ιπποτρόφος как с (ново)греческого переводится слово ιπποτρόφος? — конюх, коневод — δωδέκατος — κρετσέντο — σόκ — θανατάς — χείλος — ανομοιωτικά — αυτοσυντήρηση — εύκαρπος — παράβολο — υπερκατανάλωση — σφήνωμα — λιθογνώμωνας — επιβραδυντήρ — ξαντικά — βιβλιοθήρας — ενυπνίαση — αλειχήνα — αυθαίρετο — κολικόπονος — περιτυλίσσω — αρίς |
|||