|
το оптовая торговля аптекарскими товарами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оптовая торговля аптекарскими товарами? — φαρμακεμπορία как с (ново)греческого переводится слово φαρμακεμπορία? — оптовая торговля аптекарскими товарами — στομάχιασμα — ανθίβολο — διχρονίζω — χασμουρούμαι — διχρονίτισσα — αντιπροτείνω — μανωμένος — αμφίσημος — ανεπηρέαστος — Αράπισσα — δεκαπενταετής — οδηγούμαι — γνεύσιος — χρηματιστική — βραδύπους — αλληλοεξυπηρετούμαι — σπογγώδης — αερόφρενο — ασμίκρυντος — γλυκόμιλος — κατακλείδι |
|||