Новогреческий словарь
συμφεροντολογικός
συμφεροντολογικός
корыстолюбивый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
корыстолюбивый
? —
συμφεροντολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμφεροντολογικός
? — корыстолюбивый
#
(ново)греческий словарь
—
μονόκαρπος
—
εκδίδω
—
προΰπαρξη
—
χαμοθεός
—
ηχοεντοπισμός
—
μπουγάδιασμα
—
παραμέλημα
—
λαμπικαριστός
—
ενίσχυση
—
μονομάχος
—
συντρίμμι
—
αναμαυλίζω
—
μετρημένος
—
καταθέτης
—
έγκριτος
—
κόφα
—
θαρρεύομαι
—
αναγκάζομαι
—
αυτιάζομαι
—
υπεραγαπώ
—
αποπνίγω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве