|
снабжать (продовольствием) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снабжать? — επισιτίζω как с (ново)греческого переводится слово επισιτίζω? — снабжать — αφλογιστία — νηπιοκόμος — ευθύβολος — μέρος — δυσκολοπέραστος — χεράτο — λουτράρης — σκανδαλοθηρίο — δικάζομαι — ενεργητικότητα — γαγγραινούμαι — ραδιοηλεκτρισμός — φάτσα — φαρισαϊκός — συγγενής — συγχώνεμα — άναυλος — τροχίζω — αποικισμός — υποθηκοφύλακας — πείρος |
|||