|
το шокирование #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шокирование? — σοκάρισμα как с (ново)греческого переводится слово σοκάρισμα? — шокирование — δήμα — λαγγεύω — Γιουγκοσλαβία — θωρακισμένος — ματεριαλιστικός — γνήσιος — στενόψηχος — βυσσινύς — ασχολίαστος — ρίγανη — υαλογράφημα — παραγεμισμένος — ωδικός — αμνημοσύνη — εξαναγκαστικός — καυλός — εκφορτωτής — αχρεος — κρυφομίλημα — αρχειοφυλακείο — ειπείν |
|||