Новогреческий словарь
εκρέω
εκρέω
(αόρ. εξέρρευσα)
вытекать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вытекать
? —
εκρέω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκρέω
? — вытекать
#
(ново)греческий словарь
—
φραγκοσυκιά
—
πρεσβύτης
—
ραμφοειδής
—
κλεπταποδοχή
—
πόντισμα
—
καρτέλλα
—
ημικύκλιο
—
κοκαλιάρικος
—
δεσπόζουσα
—
γυναικοκρατία
—
βαθμονομία
—
χρωματικός
—
στυφτικός
—
τραίνο
—
βλασφημία
—
κλαασικισμός
—
εκμυστηρεύομαι
—
ξεμανταλωμός
—
αξεσήκωτος
—
σαρκαστικός
—
δεκατετραετής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве