|
(αόρ. εξέρρευσα) вытекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытекать? — εκρέω как с (ново)греческого переводится слово εκρέω? — вытекать — προφήτης — αρκουδόβατος — θέση — προζύμι — καβαλλάρισσα — φορμαλισμός — εξαπλάσιος — χαζολόγημα — στόμφος — αλεπουδάκι — καλωδιακά — πεδούκλωμα — μυωπικά — μισοκοιμάμαι — περισκελίς — εφτακοσάρα — συμμαχικός — εφημεριδογραφικός — αμφισβητήσιμος — διασκέλισμός — χαφιές |
|||