|
подсматривать, подглядывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подсматривать? — κρυφοκοιτάζω как на (ново)греческом будет слово подглядывать? — κρυφοκοιτάζω как с (ново)греческого переводится слово κρυφοκοιτάζω? — подсматривать, подглядывать — τσινάω — διαχωρισμένος — γαϊδουροκαλόκαιρο — ακροδέκτης — παρασκευαστικός — σαπιολέμονο — καλαντίστρια — λυσσαλέος — θωρακίτης — μεσοσκέλιο — πουτανίστικα — δραχτύλι — συγκατανεύω — επιδιδυμίς — γραβάτα — ενυπνίαση — αναμπουμπούλα — ψαροδόλι — γλωσσιά — ανακατωμένος — διανύω |
|||