|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στραγγαλίζομαι? — — απόγονος — περίτριμμα — αμπέρ — φυσίγγη — μελικουκκιά — υδροτεχνικός — δημαγωγικός — κλιμάκιο — φωτοηλιογραφία — ενδοθωρακικός — σπιρούνι — περίτρανος — μηλόδενδρο — ανέφικτος — προπλαστίδιο — μπιζουτιέρα — νυφίτσα — ιόχρους — ψευδεπίθεση — κρεμαστήρα — ανακάτωση |
|||