Новогреческий словарь
επιβιβάζομαι
επιβιβάζομαι
грузиться; садиться
(на транспорт)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грузиться
? —
επιβιβάζομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
садиться
? —
επιβιβάζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιβιβάζομαι
? — грузиться, садиться
#
(ново)греческий словарь
—
διακύμανση
—
τυχοδιώκτρια
—
καταντροπιάζω
—
συρφετός
—
ισονέφελος
—
υπερφορτίζω
—
ασοβάτιστος
—
υδατόμετρο
—
σιγάρο
—
εκμεταλλευτικός
—
καφετύς
—
κατασκοτώνομαι
—
λαρυγγορραγία
—
κισσός
—
απαξιωτικά
—
αδικογεράνω
—
κατακέφαλος
—
βαγιόκλαρο
—
ουδαμού
—
γιαβουκλιούς
—
μεσίτρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве