|
подрядовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подрядовый? — εργολαβικός как с (ново)греческого переводится слово εργολαβικός? — подрядовый — ανυντριά — αμνηστεύω — κλιμακωτά — πάσα — αγωγιάτης — κυριαρχώ — φυλακίζω — μακελειό — χορτοφάγος — κουτούλιακας — διάζωση — φυσιοθεραπευτής — παραλογιστικός — μανικιούρ — ελικηδόν — παρασκηνιακά — επάνοδος — πρόσγειος — φλοκκιαστός — υπόρρινος — ντουφέκισμος |
|||