|
(αόρ. ανημπόρεψα) чувствовать недомогание, слабость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чувствовать недомогание? — ανημπορεύω как на (ново)греческом будет слово слабость? — ανημπορεύω как с (ново)греческого переводится слово ανημπορεύω? — чувствовать недомогание, слабость — λοξοδρομία — νεοαποικιοκρατία — εμπύριον — διεκπεραιωτής — κοίλιασμα — ασαφήνιστος — ισχιαλγία — πολυκομματισμός — μεροκαματιάρα — ακαταμέτρητος — εφέσιμος — μαυρογή — ύψιλον — κτήμα — τιμητικός — επιπλωμένος — ανθορροώ — υποδηματοπώλης — χρωννύω — πορθμείο — χηλοφόρα |
|||