|
человекообразный, антропоморфный; ~ον τέρας — чудовище; ~οι πίθηκοι — человекообразные обезьяны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человекообразный? — ανθρωπόμορφος как на (ново)греческом будет слово антропоморфный? — ανθρωπόμορφος как с (ново)греческого переводится слово ανθρωπόμορφος? — человекообразный, антропоморфный — φορμαλίνη — νεκρομάντης — αποχετευτικός — ανεγνώριγος — περιφρονητικά — πορθμέας — ελασματοποιώ — παχύτης — θαλασσογράφος — κόκκαλο — ονομαστικό — κονσερβοποίηση — κρυσταλλογραφία — έμμηνα — προπέλλα — αναξήρονση — φύλλιασμα — ενέταμον — μανθόσουπα — αντιδιαστολή — ασύντακτα |
|||