|
η род, племя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово род? — συριά как на (ново)греческом будет слово племя? — συριά как с (ново)греческого переводится слово συριά? — род, племя — χωλαίνω — φαρμακιάρα — μουσειολογία — απομυξίζομαι — ξαργιτού — ενδώσμωσις — σκλήρυνση — ενδέκκριση — δαχτυλιά — μπεκροκανάτας — βατώδης — γλωσσοκοπώ — κορμιάζω — αυτοδικία — αντιδάκτυλος — ξάνοιγμα — καθεαυτό — εύχρηστος — ιούτα — μνησίκακα — οργανοποιός |
|||