|
стоящий в одном ряду; ~α γράμματα — буквы одного (фонетического) ряда; === ~ο αντικείμενο — грам. винительный внутреннего объекта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоящий в одном ряду? — σύστοιχος как с (ново)греческого переводится слово σύστοιχος? — стоящий в одном ряду — εύθυνση — μπαλώνομαι — αλληλεγγύη — συγκατηγόρημα — προπηλακισμός — οδοποιία — χαβούτσι — ξεθράκιασμα — σκάσίλα — θετικός — κατσικοπόδαρος — αλλοίος — προσωποπαγής — γιουχάϊσμα — ισοτέλεια — αναλυτικότερος — κτυπητό — πέσο — θυλακώνω — τριχρωματισμός — ινδόρνις |
|||