|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακτινοσκοπικά? — — αναίμακτος — αλαφρόσκιωτος — απόσβεση — ανώφλι — παπί — εξοδιάζω — ανθρωπίλα — σάπφειρος — κρότος — δεκαμελής — αγριοκάτσικο — γόρδιος — γατιάζω — αρχαϊσμός — μισονεϊσμός — μόρφωση — κοιλαράς — αδικεύω — ηλέκτρινος — φωνή — ανθρακιά |
|||