|
ο уст. раздражение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздражение? — διερεθισμός как с (ново)греческого переводится слово διερεθισμός? — раздражение — ανέγγιαχτος — αμμόδρομος — εξαναγκαστικός — ονοχοκόπτης — καταμουσκεύω — κουνω — πολυφίλητος — εισβαίνω — εκατόγραμμο — πάθηση — μπάγκα — μισογραμματισμένος — προσυπογράφω — σαρδελλοκούτι — παλιανθρωπιά — εμποροπανηγύρη — ανόρεκτος — πλαστουργός — βοτανολογικός — σέρβικα — καλοβλέπω |
|||