Новогреческий словарь
λίπασμα
λίπασμα
το
удобрение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удобрение
? —
λίπασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
λίπασμα
? — удобрение
#
(ново)греческий словарь
—
αναστενάρης
—
αγελαδοτροφία
—
υπόμνηση
—
υπόταση
—
μοιράδι
—
δυσεπηρέαστος
—
ραΐζω
—
σπειροχαίτη
—
μητροφόνος
—
νεόχτιστος
—
κίτρινο
—
ογδοήντα
—
ρυμουλκατζής
—
πνευματωδώς
—
πίθος
—
αδενοειδής
—
γυναικοκρατούμαι
—
τρελαμένος
—
γλυκολυπούμενος
—
ψαρογένης
—
σεχταριστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве