Новогреческий словарь
μπλαστρώνω
μπλαστρώνω
накладывать пластырь
;
===
τόν εμπλάστρωσα στό ξύλο — [phrase]я его исколошматил[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
накладывать пластырь
? —
μπλαστρώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπλαστρώνω
? — накладывать пластырь
#
(ново)греческий словарь
—
περιτραχήλιο
—
αμαρκάλιστος
—
παραδομένος
—
διανομείον
—
γεμίζω
—
υποδερμικός
—
γενικότητα
—
αρχετυπικός
—
αντιμόνιο
—
φαρμακοδυναμικός
—
ψαριά
—
Περσία
—
γούρλιασμα
—
υπνωτισμός
—
προσωμίδα
—
μπορετός
—
κατάφρακτος
—
αλαφυραγώγητος
—
αδιαχωρήτως
—
γεροντολόγο
—
συκωταριά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве