|
: εξοφλώ ~ — фин. амортизировать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρεωλυτικώς? — — κοσμοβοή — χήνος — διαδύομαι — λυχνάρι — μεταξοσκωληκοτροφικός — αλούπι — τρικούβερτος — γιορτινοντυμένος — ανυποψίαστος — αποκλίνω — παγόπληκτος — κοράλλινος — αλησμονησιά — νεροβάρελλο — φινέτσα — μαγκουρώνω — τιμαρεύω — ορθοφωνία — σκύλαξ — αντιφιλοδοξώ — πάσσαρα |
|||