Новогреческий словарь
κοφτό
κοφτό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοφτό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ερμίνα
—
εφαρμοστήριο
—
χαρτοπαίκτις
—
τυμβωρύχος
—
μεροκάματο
—
γλωσσοκοπάω
—
επούρισμα
—
στραβά
—
πηλός
—
αβαρής
—
πυργοδέσποινα
—
στραγγίζω
—
ηδυνήθην
—
μεσιακάρικος
—
κολοκυθοκεφτές
—
εβδομαδιαίος
—
σαβουριάζω
—
ιοειδής
—
πρίγκιπας
—
καταναλωθείς
—
επιδιορθώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве