διχτάκι

формы словаβ
διχτάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διχτάκι? —


μαλακωσιάμανιακόςερειπώνομαιμεταλλοειδήςεπιχρίωπαραίνεσημηλόκρεμακαμποχώριπολιτικοοικονομικόςκινώουρητικόςστρύμωγμαακρανιάδιδάκτωρacajouΑργεντινέζοςμεταβλητόςεξολίσθημαανυπαγόρευτοανοιχτόκαρδακατατέμνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit