|
документировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово документировать? — ντοκουμεντάρω как с (ново)греческого переводится слово ντοκουμεντάρω? — документировать — βοδινό — αστρόμετρο — βάτευμα — σκίασμα — τυράδικο — διιστάμενος — μαρσιπποφόρος — πλατανιάς — καλένδαι — ζωεμπορία — τσιπουρόχωμα — γλυφή — ραγδαία — ζαρζαβατικό — ψωρικό — αετονύχης — βεράντα — σκάρφη — σκόνταμμα — διαταράκτης — προσκυνήτρια |
|||