|
ο слон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слон? — ελέφαντας как с (ново)греческого переводится слово ελέφαντας? — слон — ξεφάντωμα — εξουσιαστικά — χημειοτροπικός — κακοντυμένος — οδομετρία — συγκεφαλαιωτικός — κλειδοπίνακο — νεκρότητα — εύηχος — διοπύρωση — απαρέμφατος — πάχνη — αποδιοργανώνω — ακτίνα — υστερικός — κατεπείγω — ακροάζομαι — αμέταλλος — παστός — νερόφειδο — διαυγώς |
|||