|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυθαίρετα? — — κοσμητικός — ξεβουλλώνω — εύσωμος — παραπάτημα — αετιδεύς — πατρωναλισμός — αντιστηρίζω — διακάτοχος — άρνειος — μονοικία — αστερίας — χαράκτηρίζω — κατακαημένος — σεργιάνισμα — αχαλινάρωτος — τραύλισμα — ανακόνητος — αμώνω — εσσέντζα — μακάρι — εξαχνώ |
|||