Новогреческий словарь
ελευθεροτεκτονικός
ελευθεροτεκτονικός
масонский, франкмасонский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
масонский
? —
ελευθεροτεκτονικός
как на
(ново)греческом
будет слово
франкмасонский
? —
ελευθεροτεκτονικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελευθεροτεκτονικός
? — масонский, франкмасонский
#
(ново)греческий словарь
—
σκληρίαση
—
απεργία
—
τιτλούχος
—
ακράδαντος
—
κεραμιδαριό
—
γλυκοκουβεντιάζω
—
αγανοπλέκω
—
κοινωνισμός
—
ραβδωτός
—
μίσθαρνος
—
ατζέμ-πιλάφι
—
μαλακοπίτουρας
—
περδουκλώνω
—
αψινθώνω
—
ειδωλολατρικός
—
ξεχάνω
—
σπατουλάρισμα
—
βιολοντσέλλο
—
προφητάναξ
—
οπωρώνας
—
επιπεδόκυρτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве