|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παλιομπεκρού? — — ανέκαθεν — έκθεμα — ευκατάληπτος — αξερρίζωτος — καθόσο — κωπηλατώ — ρυτός — ηλεκτροθετικός — πλάζ — μετακλητός — ορεχτικός — καλαμώνω — δηλωσίας — φορολογήσιμος — σκανδαλοθηρίο — σκαλάκι — μασκαρευω — υπόγειος — διαμοίρασμα — εμπυϊκός — μαραγγιάζω |
|||