καθαρτικό

формы словаβ
καθαρτικό
το мед. слабительное



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово слабительное? — καθαρτικό
как с (ново)греческого переводится слово καθαρτικό? — слабительное


θυμίασιςκασσιτέρωσηκυματόπλαστοςμπαρουτιάζωσαδιστικόςεσώτερονπερίβολοςγιατροσύνηρούμιεδήχθηνφυσητήραςαυτοπυρπόλησηκαταφρονώβανάνααναδεικνύωαυτοθέρμανσηαπανωβαλμένοςμαγκουροφόροςαλεηλάτητοςελάχιστοςακατάκτητος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit